περιήκω

περιήκω
Α
1. έχω περιέλθει σε κάποιον («εἰς τὸν φονέα ἡ ἀρχὴ περιήκει», Ξεν.)
2. φτάνω σε κάποιον, βρίσκω κάποιον («ἔμελλε δίκης περιήξειν καὶ Φιλοποίμενα» — επρόκειτο η τιμωρία να φτάσει πια και στον Φιλοποίμενα, Παυσ.)
3. (για χρόνο) έχω φτάσει («περιήκοντι τῷ καιρῷ», Πλούτ.)
4. περιβάλλω («πέτραν τὸν όχθον περιήκουσαν», Φιλόστρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ἥκω «έχω έλθει»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιῆκον — περϊῆκον , περιήκω to have come round to one imperf ind act 3rd pl περϊῆκον , περιήκω to have come round to one imperf ind act 1st sg περϊῆκον , περιήκω to have come round to one pres part act masc voc sg περϊῆκον , περιήκω to have come round to… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιηκόντων — περϊηκόντων , περιήκω to have come round to one pres part act masc/neut gen pl περϊηκόντων , περιήκω to have come round to one pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιήκει — περϊήκει , περιήκω to have come round to one pres ind mp 2nd sg περϊήκει , περιήκω to have come round to one pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιήκοντα — περϊήκοντα , περιήκω to have come round to one pres part act neut nom/voc/acc pl περϊήκοντα , περιήκω to have come round to one pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιήκοντι — περϊήκοντι , περιήκω to have come round to one pres part act masc/neut dat sg περϊήκοντι , περιήκω to have come round to one pres ind act 3rd pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιήκουσι — περϊήκουσι , περιήκω to have come round to one pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) περϊήκουσι , περιήκω to have come round to one pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήκω — ἥκω (AM) (ο ενεστ. ήκω με σημ. παρακμ., ο πρτ. ήκον με σημ. υπερσυντ. και ο μέλλ. ήξω με σημ. συντελ. μέλλ.) 1. έχω έλθει, έχω φθάσει, είμαι παρών (α. «οὔπω ἥκει ἡ ὥρα μου», ΚΔ β. «ἥκασι καιροί τῆς ἀνταποδόσεως», Νικ. Χων.) 2. εξαρτώμαι από… …   Dictionary of Greek

  • περι- — (ΑΜ περι ) α συνθετικό πολλών συνθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στην πρόθεση περί και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες: α) γύρω, ολόγυρα, από όλες τις μεριές, από παντού (πρβλ. περι βρέχω, περι γιάλι, περι λούω, περι… …   Dictionary of Greek

  • περιίκω — Α δωρ. τ. τού περιήκω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ἵκω δωρ. τ. τού ἥκω «έχω έρθει»] …   Dictionary of Greek

  • περιηκούσης — περϊηκούσης , περιήκω to have come round to one pres part act fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”